-
1 σχέσις
A state, condition, σ. τοῦ σώματος habit of body, much like διάθεσις, which is alterable, opp. ἕξις (constitution or temperament, which is permanent), Hp.Art.8; hence ἐν σχέσει, of temporary, passing conditions, opp. those which have become constitutional ([etym.] ἐν ἕξει), Gal.10.533; τί διαφέρει σ. ἕξεως; Luc.Symp.23, cf. Herm.81; σ. ἀθλητική the habit of an athlete, D.L.5.67.b stationary condition, whether stable or not, opp. κίνησις, Stoic.3.19, 2.115 (pl.), Apollod.ib.3.260, Plot.3.1.7; ἐν σχέσει, opp. ἐν κινήσει, but inclusive of ἐν ἕξει, Stoic.3.26.2 generally, nature, quality, οὔτ' εἶδος,.. οὔθ' ὅπλων ς. A.Th. 507; ἡ τῆς ὁπλίσεως αὐτῶν ς. Pl.Ti. 24b;τριχῶν καὶ ἐσθῆτος X.Smp.4.57
;ἐν ταύτῃ τῇ σ. διάγει τὸν βίον D.45.68
, cf. Epicur.Nat.2.2;κρεᾴδια.. δροσώδη τὴν σχέσιν Alex.124.12
.3 expression, attitude, Phld.Acad.Ind.pp.50,53 M.; position, posture, as in dancing, Plu.2.747c.4 relation, Arist.Fr. 182, Zeno Stoic.1.49, etc.; ἡ πρός τι ς. D.L.9.87: abs., Sch.Ar.Pl.2: also, relationship, Arr.Epict.4.6.26 (but σχέσιν ἀδελφικὴν ἔχειν πρός τινα to be fraternally disposed towards.., POsl.55.6 (ii/iii A.D.); φιλικὴ ς. POxy.1588.3 (iv A.D.)).b Gramm., relation, A.D.Adv. 183.3, al.: also in Metric, κατὰ σχέσιν εἶναι or γεγράφθαι or be relative, i.e. composed with strophic correspondence, Aristid.Quint.1.29, Heph.Poëm.3, Sch.Ar.Nu. 518.5 αἱ δέκα σ., = the ten categories or σχήματα τῆς κατηγορίας, Theol.Ar.59, Iamb.in Nic.p.11P.6 αὗται αἱ σ., ἑπτὰ οὖσαι the seven positions (sc. ἄνω, κάτω κτλ.), Cleom. 1.1; 'up' and 'down' were not relative ([etym.] οὐ κατὰ σχέσιν) according to the Stoics, Stoic.2.176.II checking, retention, τῆς καθάρσιος (pus or phlegm) Hp.Aph.7.80;τοῦ οὔρου Id.Epid.5.79
; opp. ῥοή, Pl.Cra. 424a. -
2 καταβάπτω
II dye, colour,πρόσωπον ἐρυθήματι Eun.Hist.p.267
D.; Χρυσόν produce it by dyeing, Ps.Democr Alch.p.45 B.:—in [voice] Pass., Luc.Im.16: Medic., οὖρον καταβεβαμμένον deep-coloured, Pall.Febr.15;ἀπὸ αἵματος -ομένου τοῦ οὔρου Gal.19.604
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταβάπτω
-
3 λήγω
Aἔλληξα A.R.2.84
:—stay, abate,Ἰδομενεὺς δ' οὐ λῆγε μένος μέγα Il.13.424
, cf. 21.305;λ. γόον AP7.549
(Leon. Alex., s.v.l.): c. gen., οὐδέ κεν ὣς ἔτι χεῖρας ἐμὰς λήξαιμι φόνοιο would stay my hands from slaughter, Od.22.63.II more freq. intr., leave off, cease, of speaking, etc., οὐ λήξω, πρὶν .. Il.19.423;οὐδέ τ' ἔληγε θεὸς μέγας 21.248
;ἐν σοὶ μὲν λήξω, σέο δ' ἄρξομαι 9.97
, cf. Hes. Op. 368; λ. [ἡ ἀτραπὸς] κατὰ Ἀλπηνὸν πόλιν comes to an end at.., Hdt.7.216, cf. Th.7.6;ἡ ἡμέρη ἔληγε Hdt.9.52
, cf. X.An.7.6.6; of heat, wind, rain, etc.,λ. μένος ἠελίοιο Hes.Op. 414
;λήξαντος οὔρου Pi.P.4.292
; ψακὰς λ., νότος λ., A.Ag. 1534 (lyr.), S.Aj. 258 (anap.);ἅμα τῷ τοῦ σώματος ἄνθει λήγοντι Pl.Smp. 183e
.2 c. gen., stop, cease from a thing, ἔριδος, χόλοιο, φόνοιο, ἀπατάων, πόνου, χοροῖο, Il.1.319, 224, 6.107, Od.13.294, Il.10.164, 3.394;ἀοιδῆς Hes.Th.48
(dub. l.); (troch.); θρήνων, γόων, S.El. 104 (anap.), 353; ; λ. τοῦ βίου, i.e. to die, X.Ap.8;φύλλα πτόρθοιο λ. Hes.Op. 421
; alsoλ. ἀπ' ἔργων A.R.4.928
: c. dat.,λ. τῇ αὐθαδίᾳ PTeb.16.9
(ii B.C.).3 c. part.,ὁπότε λήξειεν ἀείδων Il. 9.191
, cf. Od.8.87;οὐ πρὶν λήξω.. ἐναρίζων Il.21.224
;εὖτ' ἂν φλέγων.. ἥλιος χθόνα λήξῃ A.Pers. 365
, cf. 831; ;λήγει κινούμενον Pl.Phdr. 245c
, etc.4 with Preps.,λ. ἔς τι Hdt.4.39
, Plot.3.2.2;ἐπὶ τῶν ὀνειδῶν App.Hisp.75
(73).5 Gramm., terminate, of a word,εἰς ε ¯ λ. A.D.Pron.11.9
, cf. D.T.639.20; also λήγεσθαι c. dat., μακρᾷ, βραχείᾳ, An.Ox.2. 313.6 follow logically, Them.in Ph.115.5; τὸ λῆγον, opp. τὸ ἡγούμενον, the consequent, opp.antecedent, Chrysipp.Stoic.2.70, S.E. P.2.111, 112.7 of months, = φθίνω, IG12(3).325.20 ([place name] Thera); alsoπερὶ λήγοντα τὸν ἐνιαυτόν D.24.98
;τοῦ χειμῶνος -οντος Th.5.81
; so perh. εἰς τὸ λῆγον is to be read for εἰς τὸ λῆγος in Gp.12.1.4. -
4 ληγω
1) сдерживать, унимать(μένος Hom.; γόον Anth.)
; удерживать(χεῖρας φόνοιο Hom.)
2) прекращать, кончать, переставать, класть конец(ἔριδος, φόνοιο, χοροῦ Hom.; μόχθου Eur.; λ. τῆς ὀδύνης Plat.)
ἐν σοὴ μὲν λήξω, σέο δ΄ ἄρξομαι Hom. — тобой я закончу (речь), но с тебя же и начну;λ. τοῦ βίου Xen. — кончать жизнь, умирать;οὔποτε λήγει κινούμενον Plat. — (то, что является источником движения), никогда не перестает двигаться;ἥ λήγουσα (sc. συλλαβή) грам. — конечный слог3) прекращаться, кончаться(ἥ ἡμέρα οὕτως ἔληξε Xen.; λήγοντος τοῦ χειμῶνος Arst.)
λήξαντος οὔρου Pind. — когда ветер улегся; -
5 ΛΉΓω
ΛΉΓω (vgl. λέγω, legen), aufhören lassen, besänftigen, beruhigen; μένος, den Zorn stillen, Il. 13, 424; οὐδὲ Σκάμανδρος ἔληγε τὸ ὃν μένος, ἀλλ' ἔτι μᾶλλον χώετο, 21, 305; auch τινά τινος, οὐδέ κεν ἃς ἔτι χεῖρας ἐμὰς λήξαιμι φόνοιο, die Hände vom Morden aufhören lassen, Od. 22, 63. – Gew. intr., aufhören, Ggstz von ἄρχομαι, Il. 9, 97; ἀρχομένου δὲ πίϑου καὶ λήγοντος κορέσασϑαι, Hes. O. 366, wie Theocr. 17, 1 u. in Prosa, ἕωϑεν ἀρξάμενοι ἀκούειν τῶν προςιόντων οὐκ ἐλήξαμεν πρόσϑεν ἑσπέρας, Xen. Cyr. 7, 5, 42; sich legen, nachlassen, abstehen von Etwas, oft absolut, Il. 21, 248, λήξαντος οὔρου Pind. P. 4, 292, ψεκὰς δὲ λήγει Aesch. Ag. 1516, ὀξὺς νότος ἃς λήγει Soph. Ai. 251, πόνου λήξαντος Phil. 634, öfter, ἅμα τῷ τοῠ σώματος ἄνϑει λήγοντι Plat. Conv. 183 e; ἡ ἡμέρα οὕτως ἔληξε Xen. An. 7, 6, 6, u. sonst; εἴς τι, Her. 4, 39. – Häufiger c. gen., οὐδ' Ἀγαμέμνων λῆγ' ἔριδος, Il. 1, 319, er ließ nicht ab vom Streite, hörte nicht auf zu streiten, öfter χόλοιο, φόνοιο u. ä.; κλαυμάτων λήξασα τῶνδε, Aesch. Pers. 691; ἐξ ὅτου νέας τροφῆς ἔληξε, Soph. O. C. 340; ὕπνου, μόχϑου, Eur. Rhes. 71 El. 340; in Prosa sehr geläufig, τῆς ὀδύνης, ἔρωτος, Plat. Phaedr. 240 e 255 d; τῶν πόνων, Isocr. 1, 14; Sp., wie Pol. τῆς ἐπιβολῆς, 4, 82, 2. – Auch c. partic., Τρῶας δ' οὐ πρὶν λήξω ὑπερφιάλους ἐναρίζων, Il. 21, 224, ich werde nicht eher aufhören zu tödten, vgl. 9, 191 Od. 8, 87; εὖτ' ἂν φλέγων ἀκτῖσιν ἥλιος χϑόνα λήξῃ, Aesch. Pers. 357; οὐ λήξω τοὺς βόσκοντας ϑεραπεύων, Eur. Ion 182; οὔποτε λήγει κινο ύμενον, Plat. Phaedr. 245 c; Xen. Ages. 11, 2 u. Sp.
-
6 ἐπίστασις
A stopping, stoppage, [ τῆς κοιλίης], οὔρου, Hp.Coac. 480, Prorrh.1.110; ἐ. αἵματος sluggishness of the flow of blood, Id.Insomn.93, cf. Arist.GA 718a21; of the growth of trees, Thphr.CP2.9.1; πρὸς ἐπίστασιν τῶν ἄλλων as a deterrent to others, PAmh.2.134.9 (ii A.D.).2. violence, vehemence, ἐπαινεῖ τὴν Ζήνωνος πραγματείαν μετὰ δή τινος λαμπρᾶς ἐ. Procl. in Prm.p.604 S.II. ([etym.] ἐφίσταμαι) stopping, halt,τοῦ στρατεύματος X.An.2.4.26
, cf. Plb.8.28.13; φροντίδων ἐπιστάσεις haltings of thought, anxious thoughts, S.Ant. 225;ἐπιστάσεις καὶ διατριβαί Plu.2.48b
(following quot. of S.Ant. 232); opp. κίνησις, Arist.de An. 407a33, cf. LI 969b3.b. ἐπίστασιν ἔχει, πῶς.. there is a difficulty, as to how.., Id.Metaph. 1089b25.2. stopping to examine a thing, observation, attention,τοῦτ' ἄξιον ἐπιστάσεως, εἰ.. Id.Ph. 196a36
; μετὰ ἐ. Plb.2.2.2; μετὰπολλῆς ἐ. καὶ φιλοτιμίας D.S.29.32
;ἄξιος ἐπιστάσεως Plb.11.2.4
, Phld. Rh.1.31 S.; ἄγειν τινὰ εἰς ἐ. Plb.9.22.7; ἐξ ἐ. ῥητέον carefully, Id.3.58.3; ἐπίστασίν τινων λαμβάνειν Aristeas 256; medical treatment, care,πρὸς φλεγμονήν Sor.1.76
: generally, care, attention, Phld.Lib. p.50., Mus.p.84K.3. = ἐπιστασία 11, D.S.14.82, Ph.1.143 codd.; κατὰ τὴν ἐ. during his term as ἐπιστάτης, SIG10 (Samos, vi B.C.); ἐ. ἔργων superintendence of works, X.Mem.1.5.2;ἡ ἐ. μοι ἡ καθ' ἡμέραν 2 Ep.Cor.11.28
; oversight of students, D.H.Comp.1.4. beginning,ἐ. ποιεῖσθαι ἀπὸ.. Plb.1.12.6
; ἡ ἐ. τῆς ἱστορίας introduction, Id.2.71.7; ἀρχὴ καὶ ἐ. τῆς κατασκευῆς method of setting about construction, Ph.Bel.50.35.5. scum on urine, Hp.Aph.7.35.6. position in rear, τὴν ἐ. ἐπ' ἀλλήλοις ἔχειν one behind the other, of ships, Plb.1.26.12.7. = μέρος τι τῆς νεώς, Hsch.; cf. ἐπιστατήρ.III. onset, LXX 2 Ma.6.3;ὄχλου Act.Ap.24.12
(nisi leg. ἐπισύστασις).IV. ἐν ἐπιστάσει καὶ ἐν ἀπολογισμῷ, perh. of land of which the rent has been raised, PTeb.61 (a).163 (ii B.C.), al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίστασις
См. также в других словарях:
σχέση — η / σχέσις, εως, ΝΜΑ 1. η συνάφεια που υπάρχει μεταξύ δύο ή περισσότερων πραγμάτων, αναλογία, σύνδεση, αναφορά, αλληλεξάρτηση (α. «σχέση αιτίου και αιτιατού» β. «η ψυχική του διάθεση έχει στενή σχέση με τις καιρικές συνθήκες» γ. «τὸ γεῡν δεξιὸν… … Dictionary of Greek
δίσκουρα — δίσκουρα, τα (Α) βολή δίσκου ως μέτρο αποστάσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίσκου ούρα, πληθ. τού ούρου «διάστημα, απόσταση»] … Dictionary of Greek
Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… … Dictionary of Greek
ξανθός — I Πόλη της αρχαίας Λυκίας. Σύμφωνα με επιγραφές της Λυκίας, η παλαιότερη ονομασία της ήταν Άρινα ή Άρνα. Τον 6o αι. π.Χ., η Ξ. ήταν η κυριότερη πόλη της Λυκίας, όταν ο στρατηγός του Κύρου, Αρπαγος, ανέλαβε να κατακτήσει τη δυτική Μικρά Ασία, μετά … Dictionary of Greek
επίστασις — ἐπίστασις, ἡ (Α) [στάσις] 1. έμφραξη, επίσχεση («ἐπίστασις κοιλίης, οὔρου, αἵματος») 2. βία, ορμή 3. στάση, στάθμευση («τοσοῡτον ἦν ἀνάγκη χρόνον δι’ ὅλου τοῡ στρατεύματος γίγνεσθαι τήν ἐπίστασιν», Ξεν.) 3. ηρέμηση και αυτοσυγκέντρωση («ἡ νόησις… … Dictionary of Greek